ὀκλαδόν

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκλᾰδόν Medium diacritics: ὀκλαδόν Low diacritics: οκλαδόν Capitals: ΟΚΛΑΔΟΝ
Transliteration A: okladón Transliteration B: okladon Transliteration C: okladon Beta Code: o)klado/n

English (LSJ)

Adv. with bent hams, in crouching, cowering posture, A.R.3.122, Nonn. D. 1.358, al.; cf ὀκλάξ.

German (Pape)

[Seite 315] mit gebogenen Knieen kauernd, hockend, ἧστο, Ap. Rh. 3, 122.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκλᾰδόν: Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· ὡσαύτως ὀκλάξ, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὀκλαδόν)
επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά
νεοελλ.
με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπαδόν)].