ροδοστεφανωμένος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
στεφανωμένος με ρόδα, αυτός που φορεί στεφάνι από τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στεφανωμένος (πρβλ. δαφνοστεφανωμένος)].