φιλοδαίμων
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ὁ φιλῶν τοὺς δαίμονας ἢ τὰ εἴδωλα, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 88Β, τ. 2, σ. 141, 74.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, τα ψεύτικα είδωλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δαίμων (πρβλ. κακοδαίμων)].