Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
πολιοπώγων: ὁ, ὁ πολιὸν ἔχων πώγωνα, ἀσπρογένης, Ἰσαὰκ Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Exc. σ. 307.
-ωνος, ὁ, Μ
αυτός που έχει γκρίζα γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πώγων «γένια» (πρβλ. δασυπώγων, μακροπώγων)].