χρυσάνθρωπος
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
ὁ, 'goldman', symbol in Alchemy, Zos.Alch.p.207B.; cf. μολυβδάνθρωπος.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάνθρωπος: ὁ, ἄνθρωπος ἐκ χρυσοῦ, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
(ως σύμβολο στην αλχ.) χρυσός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄνθρωπος (πρβλ. μολυβδάνθρωπος)].