νομοτέλεια
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
η
(φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων, τών φαινομένων και τών γεγονότων να υπάρχουν, να λειτουργούν και να διεξάγονται με βάση ορισμένους αντικειμενικούς νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ τους, μεταξύ αιτίου και αιτιατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -τέλεια (< -τελής < τέλος «σκοπός»), πρβλ. αυτοτέλεια, ιδιοτέλεια].