ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
ὁμοιόρροπος, -ον (Α)αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισόρροπος].