Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
ὀξυθηγής, -ές (Α)οξύθηκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -θηγής (< θήγω), πρβλ. νεοθηγής].