κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ὀλιγόχορδος, -ον (Α)αυτός που έχει λίγες χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισόχορδος].