διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
-ές, Απάρα πολύ λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. διαυγής].