ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἰσόφονος, -ον (Α)αυτός που αναφέρεται στην αλληλοσφαγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φονος (< φόνος), πρβλ. κακόφονος, νεόφονος].