ιδεοκράτης
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
ο
ο οπαδός της ιδεοκρατίας ως φιλοσοφικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημοκράτης, τρομοκράτης].