ἰσουργός
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
όν, (ἔργον)
A doing like things, Phot.
German (Pape)
[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.