σαλπιγκτήρ
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
σαλπιγκτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπιγγ-jω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].