Revision as of 16:49, 11 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α 1.πολίτης ένδοξης πόλης 2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕψί «ψηλά» +πόλις (πρβλ. πολύπολις)].