οὔνης
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία (sic), Hsch. οὔνιος· εὖνις, δρομεύς, κλέπτης, Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc., v. ὄνομα, ὀνομάζω, etc. οὖνον· ὑγιές. Κύπριοι δρόμον, Id.
Greek (Liddell-Scott)
οὔνης: «κλέπτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οὔνης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].