λυκαιχλίας
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ὁ λυκόβροτος, Hsch. (fort. λυκόβρωτος, cf. αἶκλον).
Greek Monolingual
λυκαιχλίας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λυκόβροτος».