δασύστηθος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
δασύστηθον, = δασύστερνος (shaggy-breasted), Procl. Par. Ptol. 202.
Spanish (DGE)
-ον de pecho peludo o velludo Procl.Par.Ptol.202.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύστηθος, -ον)
ο δασύστερνος.