παρεμπίνω
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Full diacritics: παρεμπίνω | Medium diacritics: παρεμπίνω | Low diacritics: παρεμπίνω | Capitals: ΠΑΡΕΜΠΙΝΩ |
Transliteration A: parempínō | Transliteration B: parempinō | Transliteration C: parempino | Beta Code: parempi/nw |
[Seite 515] (s. πίνω), unmäßig trinken, Hesych.
παρεμπίνω: πίνω εἰς ὑπερβολήν, Ἡσύχ.
Α
πίνω υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμπίνω «πίνω συνεχώς»].