ἔγκρυπτος
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
cocido entre cenizas, ἄρτος glos. a ἐσχαρίτης Hsch.
•subst. ὁ ἐ. un tipo de torta Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρυπτος: -ον, κεκρυμμένος, ἔγκρυπτος δικαιοσύνη Θεοδώρητ. 2) αὐσιαστ., «πέμματος εἶδος» Ἡσύχ.