κατευόδωσις
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
-εως, ἡ, good success, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, glücklicher Fortgang.
Greek (Liddell-Scott)
κατευόδωσις: -εως, ἡ, ἐπιτυχία, πρόοδος, Γλωσσ., κυρίως εὐτυχής, καλὴ ἔκβασις τῆς ἐπιχειρήσεως.