τεχνίτευμα
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
-ατος, τό,
A a work of art, art, Aristeas 78, Max.Tyr.34.3.
II the theatrical profession (cf. τεχνίτης ΙΙ), OGI 51.11 (Ptolemais, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1103] τό, künstliche Arbeit, Kunstwerk, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνίτευμα: [ῑ], τό, τέχνημα, τέχνασμα, οὐ πιστεύω τῷ τεχνιτεύματι Μάξ. Τύρ. 34. 3.