συμπεριστρέφομαι
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Pass., revolve along with, τῷ οὐρανῷ, of the fixed stars, Arist. Mu.392a10, cf. Gem.5.62; τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Plu.2.927c; of pain in colic, Gal.8.384.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριστρέφομαι: вместе вращаться, кружиться: τῷ σύμπαντι οὐρανῷ σ. Arst. вращаться вместе со всем небесным сводом; τῇ δίνῃ σ. Plut. совершать вихревое движение.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριστρέφομαι: περιστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ οὐρανῷ σ., ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7· τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Πλούτ. 2. 927D.
Greek Monolingual
ΝΜΑ περιστρέφω
περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.).