Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Full diacritics: φορικός | Medium diacritics: φορικός | Low diacritics: φορικός | Capitals: ΦΟΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: phorikós | Transliteration B: phorikos | Transliteration C: forikos | Beta Code: foriko/s |
φορική, φορικόν, (φόρος) rendered as tribute, σῖτος PPetr.2p.62 (iii B. C.); ὄλυρα PTeb.823.11 (ii B. C.); neut. pl. φορικά POxy.807 (i B. C./ i A. D.).
-ή, -όν, Α φόρος
1. αυτός που παρέχεται ως φόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τo φορικόν
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου.