σαπφείριον
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
(written σαππείριον), τό, pigment made from lapis lazuli, Sammelb.2251 (iv A.D.); (written σαππίριν) POxy.1739.1 (ii/iii A.D.), PHolm.4.2.
Greek Monolingual
και σαππείριον και σαππίριν, τὸ, Α σάπφειρος
χρώμα παρασκευασμένο από σάπφειρο.