τροχαστικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαστικός Medium diacritics: τροχαστικός Low diacritics: τροχαστικός Capitals: ΤΡΟΧΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trochastikós Transliteration B: trochastikos Transliteration C: trochastikos Beta Code: troxastiko/s

English (LSJ)

τροχαστική, τροχαστικόν, later Greek for Att. θρεκτικός (Moer.p.187 P.), ἡ τ. ἕξις or δύναμις Arr.Epict.2.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

τροχαστικός: -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. ἕξιςδύναμις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαστικός, -ή, -όν, ΜΑ τροχάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχύ βηματισμό.