Κοιογενής
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Κοιογενές, born of Coios, i.e. Latona, Pi.Fr.88.2:—fem. Κοιογένεια A.R.2.710; Κοιηΐς (q.v.).
Russian (Dvoretsky)
Κοιογενής: ἡ Кейогения, дочь Кея, т. е. Лето Pind.
Greek (Liddell-Scott)
Κοιογενής: -ές, γεννηθεῖσα ἐκ τοῦ Κοίου, δηλ, ἡ Λητώ, ἥτις ἦτο θυγάτηρ τοῦ Κοίου, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7· ― οὕτω, Κοιογένεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 710· Κοιηΐς, ὅ ἴδε· ― πρβλ. Ἡσ. Θ. 404.
English (Slater)
Κοιογενής
1 born of Koios, epithet of Leto. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.