χαλκόφωνος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
χαλκόφωνον, = χαλκεόφωνος:—as substantive, ἡ, name of a metallic-sounding stone, Plin.HN37.154.
German (Pape)
[Seite 1332] = χαλκεόφωνος (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόφωνος: -ον, = χαλκεόφωνος˙ - ὡς οὐσιαστ., ὄνομα λίθου ἠχοῦντος ὡς μέταλλον, Πλίν. 37. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χαλκεόφωνος.