ἐνσπουδάζω
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
employ oneself actively in, τῇ Σμύρνῃ Philostr.VS1.25.2,al.; πόλις ἐνσπουδάσαι ἀγαθή Lib.Or.11.268.
Spanish (DGE)
estudiar νῆσος ἀγαθὴ ἐνσπουδάσαι de Rodas, Philostr.VS 509
•dar clases c. dat. loc. τῇ Σμύρνῃ de un filósofo que abrió escuela, Philostr.VS 531, cf. Lib.Or.11.268.
German (Pape)
[Seite 852] in Etwas, bei Etwas eifrig, thätig sein, Sp., wie Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπουδάζω: σπουδάζω ἐν, ἐνσπουδάζων δὲ τῇ Σμύρνῃ τάδε αὐτὴν ὤνησε Φιλόστρ. 531.