τρυγοσώματος
From LSJ
English (LSJ)
τρυγοσώματον, perhaps wasting the body, Lyr. in Philol.80.334.
Greek Monolingual
-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει εξαντλημένο και φθαρμένο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρύξ, τρυγός + -σώματος (< σῶμα, σώματος)].
Full diacritics: τρῠγοσώμᾰτος | Medium diacritics: τρυγοσώματος | Low diacritics: τρυγοσώματος | Capitals: ΤΡΥΓΟΣΩΜΑΤΟΣ |
Transliteration A: trygosṓmatos | Transliteration B: trygosōmatos | Transliteration C: trygosomatos | Beta Code: trugosw/matos |
τρυγοσώματον, perhaps wasting the body, Lyr. in Philol.80.334.
-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει εξαντλημένο και φθαρμένο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρύξ, τρυγός + -σώματος (< σῶμα, σώματος)].