μονόκνημος
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
μονόκνημον, showing one shin, name of picture by Apelles, Petron.83.
Greek Monolingual
μονόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο κνήμη
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονόκνημος
ονομασία εικόνας του Απελλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κνήμη.