διστιχής
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
διστιχές, = δίστιχος, ὀδόντες Ar. Byz.Epit.120.9.
Spanish (DGE)
-ές
dispuesto en dos filas ὀδόντες Ar.Byz.Epit.120.9, Ael.Prom.58.12.