αἰθεριώδης
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
αἰθεριώδες, = αἰθερώδης, φύσις Heraclit.All.36.
Spanish (DGE)
-ες
etéreo, propio del éter φύσις Heraclit.All.36, 43 (cód.), στοιχεῖον Iust.Phil.Coh.Gr.36.24, τόποι Gr.Nyss.Or.Dom.48.23 (cf. αἰθερώδης).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθεριώδης: -ες, (εἶδος) = αἰθερώδης, Γαλην
German (Pape)
ätherartig, Sp.