ἐλαχιστάκις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
Adv. fewest times, least often, Hp.Fract.42.
Spanish (DGE)
adv. pocas veces, raramente ἐ. μὲν τοῦτο γίνεται Hp.Fract.42.
German (Pape)
[Seite 792] sehr selten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαχιστάκις: ἐπίρρ., σπανιώτατα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 777.
Greek Monolingual
ἐλαχιστάκις (Α)
επίρρ. ελάχιστες φορές, σπανιότατα.