ἀδιαβεβαίωτος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἀδιαβεβαίωτον, unconfirmed, Ptol.Geog.2.1.
Spanish (DGE)
-ον no confirmado Ptol.Geog.2.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαβεβαίωτος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης, Πτολεμ. Γεωργ. 2. 1.