συοβοιωτοί
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
οἱ, Hog-Boeotians, Cratin.310(corr. Porson).
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. προσωνυμία τών Βοιωτών λόγω της τραχύτητας αλλά και του θράσους που τους χαρακτήριζε
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Βοιωτοὶ σύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + Βοιωτοί].