πλαστικάριος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ὁ, potter (?), PSI8.955 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. αγγειοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. μουσιάριος].
Full diacritics: πλαστῐκάριος | Medium diacritics: πλαστικάριος | Low diacritics: πλαστικάριος | Capitals: ΠΛΑΣΤΙΚΑΡΙΟΣ |
Transliteration A: plastikários | Transliteration B: plastikarios | Transliteration C: plastikarios | Beta Code: plastika/rios |
ὁ, potter (?), PSI8.955 (vi A. D.).
ὁ, Α
πιθ. αγγειοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. μουσιάριος].