συγκατολισθάνω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
slip and fall together, D.S.1.30.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: συγκατολισθάνω | Medium diacritics: συγκατολισθάνω | Low diacritics: συγκατολισθάνω | Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ |
Transliteration A: synkatolisthánō | Transliteration B: synkatolisthanō | Transliteration C: sygkatolisthano | Beta Code: sugkatolisqa/nw |
slip and fall together, D.S.1.30.
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.