μυστιλάριον
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
τό, Dim. of μυστίλη, Poll. 6.87.
Greek Monolingual
μυστιλάριον, τὸ (Α) μυστίλη
υποκορ. του μυστίλη.