ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Full diacritics: ὀκρῐάζω | Medium diacritics: ὀκριάζω | Low diacritics: οκριάζω | Capitals: ΟΚΡΙΑΖΩ |
Transliteration A: okriázō | Transliteration B: okriazō | Transliteration C: okriazo | Beta Code: o)kria/zw |
to be rough or angry, S.Fr.1075.
ὀκριάζω: Soph. = ὀκριάω.
ὀκριάζω: εἶμαι τραχὺς ἢ ὠργισμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 918.
ὀκριάζω (Α) όκρις
είμαι τραχύς ή οργισμένος.