γλάχων
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
[ᾱ], Dor. for γλήχων, v. βλήχων.
Russian (Dvoretsky)
γλάχων: дор. Arph. = γλήχων.
Greek (Liddell-Scott)
γλάχων: [ᾱ], Δωρ. ἀντὶ γλήχων, ἴδε ἐν λ. βλήχων.
Greek Monotonic
γλάχων: και γλακὼ[ᾱ], Δωρ. αντί γλήχων, -ώ, βλ. βλήχων.
Translations
Mentha pulegium
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه, رافونه; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz