δεκαμία

From LSJ
Revision as of 18:56, 31 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. ἡμέρα;
le onzième jour.
Étymologie: δέκα, μία.

Spanish (DGE)

δεκαείς, δεκαμία, δεκαέν
• Grafía: frec. escrito δέκα εἷς, μία, ἕν
once, IG 42.109.2.60, Didyma 426.15 (ambas III a.C.), BGU 2398.9, 29 (III a.C.), SEG 26.676.13 (Larisa II a.C.)
en fechas πρὸ δεκαμιᾶς καλανδῶν Μαΐων Plu.Num.3, cf. Lyd.Mens.4.18.

Russian (Dvoretsky)

δεκαμία: ἡ (sc. ἡμέρα) одиннадцатый день Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκαμία -ᾶς, ἡ [δέκα, μία] sc. ἡμέρα elfde dag.