sacamantecas
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Spanish > Greek
Ἀλφιτώ, Γοργόνειον, Λάμια, μορμολύκα, μορμολυκεῖον, μορμολύκειον, μορμολύκη, μορμολυκία, μορμόρυξις, μορμώ, Μορμώ