μορμολύκειον
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
German (Pape)
[Seite 207] τό (μορμολύττω), ein Schreckbild, Popanz, Schrecker, Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.
French (Bailly abrégé)
μορμολῠκεῖον ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.
Russian (Dvoretsky)
μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρον ἢ προσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.
Mantoulidis Etymological
(=φόβητρο). Ἀπό το μορμολύττομαι (=φοβερίζω) πού παράγεται ἀπό τό μόρμορος (=φόβος) (ρίζα μυρἠχοποίητη → μορμύρω, μορμυρίζω). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό Μορμώ (=θηλυκό τέρας, φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά παιδιά) + λύκος.
Translations
bogeyman
Arabic Moroccan Arabic: بوعو, بو خنشة; Basque: hamalau-zaku; Catalan: home del sac, papu; Chinese Mandarin: 怪物, 魔鬼; Czech: bubák; Danish: bussemand, bøhmand; Dutch: boeman, bietebauw; Esperanto: infantimigulo; Estonian: koll; Finnish: mörkö; French: croque-mitaine; Galician: sacaúntos, coco, sacamanteigas, papón; German: Butzemann; Greek: μπαμπούλας; Ancient Greek: Ἀλφιτώ, Γοργόνειον, Λάμια, μορμολύκα, μορμολυκεῖον, μορμολύκειον, μορμολύκη, μορμολυκία, μορμόρυξις, μορμώ, Μορμώ; Hungarian: krampusz, mumus; Italian: uomo nero, babau; Japanese: ブギーマン, 小鬼; Korean: 꼬마 도깨비, 부기맨; Ladino: bambaruto; Latgalian: buba; Latin: larva; Latvian: bubulis; Lithuanian: baubas, bubulis; Norman: croque-mitaine, barbou; Norwegian: busemann; Persian: لولو sg; Polish: czarny lud; Portuguese: bicho-papão, homem do saco, papa-figos; Romanian: baubau, omul negru, gogoriță; Russian: бука, бабай, страшилище, домовой, бугимен; Serbo-Croatian: babaroga, бабарога; Spanish: coco, cuco, cucuy, sacamantecas, hombre del saco; Tajik: буҷӣ; Turkish: gulyabani, hortlak, öcü, karakoncolos, umacı; Vietnamese: ngoáo ộp