Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
κυαμῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
(ενν. αγορά) τόπος αγοράς κυάμων στην αρχαία Αθήνα («ἐπὶ τὴν κυαμῑτιν πορευομένοις, κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν τὴν ἐπ' Ἐλευσῖνα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. καλαμῖτις, σησαμῖτις)].