κυαμίτις

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

κυαμῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
(ενν. αγορά) τόπος αγοράς κυάμων στην αρχαία Αθήνα («ἐπὶ τὴν κυαμῑτιν πορευομένοις, κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν τὴν ἐπ' Ἐλευσῖνα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. καλαμῖτις, σησαμῖτις)].