περιστέφω
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
A enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303 ; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9 ; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e ; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93 :—Pass., Orph.Fr.186 : metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.