σχοινοβασία

From LSJ
Revision as of 07:47, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].