ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
Full diacritics: θωρᾱκίς | Medium diacritics: θωρακίς | Low diacritics: θωρακίς | Capitals: ΘΩΡΑΚΙΣ |
Transliteration A: thōrakís | Transliteration B: thōrakis | Transliteration C: thorakis | Beta Code: qwraki/s |
= θώραξ, Glossaria.
θωρακίς, -ίδος, ἡ (Α)
θώρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. λειμακίς, πινακίς)].