εσπερίδα

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

η (AM ἑσπερίς, -ίδος) εσπέρα
νεοελλ.
1. φιλική βραδινή συγκέντρωση
2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό
3. βοτ.
γένος δικότυλων ποωδών φυτών
4. στον πληθ. οι εσπερίδες
οικογένεια λεπιδόπτερων ροπαλόκερων εντόμων
αρχ.
1. δυτική («ἑσπερὶς ἅλμη», Νόνν.)
2. άνθος που ευωδιάζει το βράδυ
3. ως κύριο όν. αἱ Ἑσπερίδες
μυθικές κόρες της νύχτας («τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων» — τα χρυσά μήλα του κήπου τον οποίο φύλαγαν οι Εσπερίδες)
4. φρ. «Ἑσπερίδων νῆσοι» — τα νησιά Κασσιτερίδες.